αποπλεύριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποπλεύριση | οι | αποπλευρίσεις |
| γενική | της | αποπλεύρισης* | των | αποπλευρίσεων |
| αιτιατική | την | αποπλεύριση | τις | αποπλευρίσεις |
| κλητική | αποπλεύριση | αποπλευρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποπλευρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αποπλεύριση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) (για ρυμουλκό ή άλλο πλοιάριο) η απομάκρυνση από το πλευρό κάποιου πλοίου
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αποπλεύριση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.