αποπλεύριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπλεύριση οι αποπλευρίσεις
      γενική της αποπλεύρισης* των αποπλευρίσεων
    αιτιατική την αποπλεύριση τις αποπλευρίσεις
     κλητική αποπλεύριση αποπλευρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπλευρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπλεύριση < απο- + πλεύριση < πλευρό

Ουσιαστικό

αποπλεύριση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.