αποξενωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξενωτικός η αποξενωτική το αποξενωτικό
      γενική του αποξενωτικού της αποξενωτικής του αποξενωτικού
    αιτιατική τον αποξενωτικό την αποξενωτική το αποξενωτικό
     κλητική αποξενωτικέ αποξενωτική αποξενωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξενωτικοί οι αποξενωτικές τα αποξενωτικά
      γενική των αποξενωτικών των αποξενωτικών των αποξενωτικών
    αιτιατική τους αποξενωτικούς τις αποξενωτικές τα αποξενωτικά
     κλητική αποξενωτικοί αποξενωτικές αποξενωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποξενωτικός < αποξενώνω + -τικός

Επίθετο

αποξενωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.