απομονώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απομονώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομονώνω
  2. θα απομονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομονώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απομονώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομόνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.