απομονάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομονάχος η απομονάχη το απομονάχο
      γενική του απομονάχου της απομονάχης του απομονάχου
    αιτιατική τον απομονάχο την απομονάχη το απομονάχο
     κλητική απομονάχε απομονάχη απομονάχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομονάχοι οι απομονάχες τα απομονάχα
      γενική των απομονάχων των απομονάχων των απομονάχων
    αιτιατική τους απομονάχους τις απομονάχες τα απομονάχα
     κλητική απομονάχοι απομονάχες απομονάχα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απομονάχος < απο- + μοναχός

Επίθετο

απομονάχος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.