απομαγεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
απομαγεύω (παθητική φωνή: απομαγεύομαι)
- (λόγιο) αφαιρώ τη «μαγεία», τη γοητεία· απομακρύνω το απατηλό ή το ανορθολογικό στοιχείο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- απομάγευση
- → δείτε τις λέξεις από, μαγεύω και μάγος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απομαγεύω | απομάγευα | θα απομαγεύω | να απομαγεύω | απομαγεύοντας | |
| β' ενικ. | απομαγεύεις | απομάγευες | θα απομαγεύεις | να απομαγεύεις | απομάγευε | |
| γ' ενικ. | απομαγεύει | απομάγευε | θα απομαγεύει | να απομαγεύει | ||
| α' πληθ. | απομαγεύουμε | απομαγεύαμε | θα απομαγεύουμε | να απομαγεύουμε | ||
| β' πληθ. | απομαγεύετε | απομαγεύατε | θα απομαγεύετε | να απομαγεύετε | απομαγεύετε | |
| γ' πληθ. | απομαγεύουν(ε) | απομάγευαν απομαγεύαν(ε) |
θα απομαγεύουν(ε) | να απομαγεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απομάγεψα | θα απομαγέψω | να απομαγέψω | απομαγέψει | ||
| β' ενικ. | απομάγεψες | θα απομαγέψεις | να απομαγέψεις | απομάγεψε | ||
| γ' ενικ. | απομάγεψε | θα απομαγέψει | να απομαγέψει | |||
| α' πληθ. | απομαγέψαμε | θα απομαγέψουμε | να απομαγέψουμε | |||
| β' πληθ. | απομαγέψατε | θα απομαγέψετε | να απομαγέψετε | απομαγέψτε | ||
| γ' πληθ. | απομάγεψαν απομαγέψαν(ε) |
θα απομαγέψουν(ε) | να απομαγέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απομαγέψει | είχα απομαγέψει | θα έχω απομαγέψει | να έχω απομαγέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις απομαγέψει | είχες απομαγέψει | θα έχεις απομαγέψει | να έχεις απομαγέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει απομαγέψει | είχε απομαγέψει | θα έχει απομαγέψει | να έχει απομαγέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απομαγέψει | είχαμε απομαγέψει | θα έχουμε απομαγέψει | να έχουμε απομαγέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε απομαγέψει | είχατε απομαγέψει | θα έχετε απομαγέψει | να έχετε απομαγέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απομαγέψει | είχαν απομαγέψει | θα έχουν απομαγέψει | να έχουν απομαγέψει |
| |
- επαναμαγεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.