απομάστευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομάστευση | οι | απομαστεύσεις |
| γενική | της | απομάστευσης* | των | απομαστεύσεων |
| αιτιατική | την | απομάστευση | τις | απομαστεύσεις |
| κλητική | απομάστευση | απομαστεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομαστεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομάστευση < μεσαιωνική ελληνική ἀπομαστεύω[1] + -ση < αρχαία ελληνική μαστεύω[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈma.stef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐μά‐στευ‐ση
Ουσιαστικό
απομάστευση θηλυκό
- (μηχανολογία) η εξαγωγή ή απελευθέρωση ενός ρευστού (αέρα, υγρού) από ένα θερμοϋδραυλικό ταξινομημένο σύστημα
- (κατ’ επέκταση) η λήψη δεδομένων από υπολογιστή ή ανάλογο σύστημα
- υδρομάστευση
- καταφόρτωση
Μεταφράσεις
απομάστευση
|
|
Αναφορές
- ἀπομαστεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μαστεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.