απολυμαντήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολυμαντήριος | η | απολυμαντήρια | το | απολυμαντήριο |
| γενική | του | απολυμαντήριου | της | απολυμαντήριας | του | απολυμαντήριου |
| αιτιατική | τον | απολυμαντήριο | την | απολυμαντήρια | το | απολυμαντήριο |
| κλητική | απολυμαντήριε | απολυμαντήρια | απολυμαντήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολυμαντήριοι | οι | απολυμαντήριες | τα | απολυμαντήρια |
| γενική | των | απολυμαντήριων | των | απολυμαντήριων | των | απολυμαντήριων |
| αιτιατική | τους | απολυμαντήριους | τις | απολυμαντήριες | τα | απολυμαντήρια |
| κλητική | απολυμαντήριοι | απολυμαντήριες | απολυμαντήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολυμαντήριος < απολυμαίνω + -τήριος < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι < λῦμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη απολυμαίνω
Μεταφράσεις
απολυμαντήριος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.