απολυμαντήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυμαντήριο τα απολυμαντήρια
      γενική του απολυμαντηρίου
& απολυμαντήριου
των απολυμαντηρίων
    αιτιατική το απολυμαντήριο τα απολυμαντήρια
     κλητική απολυμαντήριο απολυμαντήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολυμαντήριο < απολυμαίνω

Ουσιαστικό

απολυμαντήριο ουδέτερο

  • ο χώρος που είναι ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος για να γίνονται απολυμάνσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.