απολιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολιτικός η απολιτική το απολιτικό
      γενική του απολιτικού της απολιτικής του απολιτικού
    αιτιατική τον απολιτικό την απολιτική το απολιτικό
     κλητική απολιτικέ απολιτική απολιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολιτικοί οι απολιτικές τα απολιτικά
      γενική των απολιτικών των απολιτικών των απολιτικών
    αιτιατική τους απολιτικούς τις απολιτικές τα απολιτικά
     κλητική απολιτικοί απολιτικές απολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απολιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apolitique

Επίθετο

απολιτικός -ή -ό και απολίτικος ή απολιτίκ

  • που δεν ενδιαφέρεται ή δεν ασχολείται με την πολιτική, ο απέχων πολιτικά
  • (σπανιότερο) που θεωρεί την αποχή απ' τα κοινά πολιτική πράξη (πχ. μήνυμα, πίεση στους κυβερνώντες κτλ.)
σ' αυτήν την περίπτωση όμως θα πρέπει να απέχει για μεγάλο διάστημα, αλλιώς απλά θεωρείται βραχυπρόθεσμα απέχων πολιτικά

Αντώνυμα

Ουσιαστικό

απολιτικός αρσενικό και απολίτικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.