αποβαρβαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποβαρβαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποβαρβαροῦμαι < ἀπό + βάρβαρος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποβαρβαρωμένος
- αποβαρβάρωση
- → δείτε τη λέξη βάρβαρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποβαρβαρώνω | αποβαρβάρωνα | θα αποβαρβαρώνω | να αποβαρβαρώνω | αποβαρβαρώνοντας | |
| β' ενικ. | αποβαρβαρώνεις | αποβαρβάρωνες | θα αποβαρβαρώνεις | να αποβαρβαρώνεις | αποβαρβάρωνε | |
| γ' ενικ. | αποβαρβαρώνει | αποβαρβάρωνε | θα αποβαρβαρώνει | να αποβαρβαρώνει | ||
| α' πληθ. | αποβαρβαρώνουμε | αποβαρβαρώναμε | θα αποβαρβαρώνουμε | να αποβαρβαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποβαρβαρώνετε | αποβαρβαρώνατε | θα αποβαρβαρώνετε | να αποβαρβαρώνετε | αποβαρβαρώνετε | |
| γ' πληθ. | αποβαρβαρώνουν(ε) | αποβαρβάρωναν αποβαρβαρώναν(ε) |
θα αποβαρβαρώνουν(ε) | να αποβαρβαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποβαρβάρωσα | θα αποβαρβαρώσω | να αποβαρβαρώσω | αποβαρβαρώσει | ||
| β' ενικ. | αποβαρβάρωσες | θα αποβαρβαρώσεις | να αποβαρβαρώσεις | αποβαρβάρωσε | ||
| γ' ενικ. | αποβαρβάρωσε | θα αποβαρβαρώσει | να αποβαρβαρώσει | |||
| α' πληθ. | αποβαρβαρώσαμε | θα αποβαρβαρώσουμε | να αποβαρβαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποβαρβαρώσατε | θα αποβαρβαρώσετε | να αποβαρβαρώσετε | αποβαρβαρώστε | ||
| γ' πληθ. | αποβαρβάρωσαν αποβαρβαρώσαν(ε) |
θα αποβαρβαρώσουν(ε) | να αποβαρβαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποβαρβαρώσει | είχα αποβαρβαρώσει | θα έχω αποβαρβαρώσει | να έχω αποβαρβαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποβαρβαρώσει | είχες αποβαρβαρώσει | θα έχεις αποβαρβαρώσει | να έχεις αποβαρβαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποβαρβαρώσει | είχε αποβαρβαρώσει | θα έχει αποβαρβαρώσει | να έχει αποβαρβαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποβαρβαρώσει | είχαμε αποβαρβαρώσει | θα έχουμε αποβαρβαρώσει | να έχουμε αποβαρβαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποβαρβαρώσει | είχατε αποβαρβαρώσει | θα έχετε αποβαρβαρώσει | να έχετε αποβαρβαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποβαρβαρώσει | είχαν αποβαρβαρώσει | θα έχουν αποβαρβαρώσει | να έχουν αποβαρβαρώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποβαρβαρώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.