αποκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκριτικός | η | αποκριτική | το | αποκριτικό |
| γενική | του | αποκριτικού | της | αποκριτικής | του | αποκριτικού |
| αιτιατική | τον | αποκριτικό | την | αποκριτική | το | αποκριτικό |
| κλητική | αποκριτικέ | αποκριτική | αποκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκριτικοί | οι | αποκριτικές | τα | αποκριτικά |
| γενική | των | αποκριτικών | των | αποκριτικών | των | αποκριτικών |
| αιτιατική | τους | αποκριτικούς | τις | αποκριτικές | τα | αποκριτικά |
| κλητική | αποκριτικοί | αποκριτικές | αποκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποκριτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποκριτικός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποκριτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.