responsive
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɹɪˈspɒnsɪv/
Επίθετο
responsive (en)
- αποκριτικός [1]
- (πληροφορική, GUI) η γραφική διεπαφή χρήστη όπου τα γραφικά στοιχεία επικοινωνίας με τον χρήστη προσαρμόζονται στις διαστάσεις του γραφικού περιβάλλοντος (οθόνη, κινητό, κλπ.)
Αντώνυμα
- nonresponsive
- unresponsive
Συγγενικά
Αναφορές
- από αναζήτηση «responsive» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.