πρώην

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρώην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῴην

Επίθετο

πρώην άκλιτο

  • που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • πρώην: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας στο παρελθόν
    προσκεκλημένοι στην εκδήλωση ήταν όλοι οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας
  • τέως: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας ακριβώς πριν από τον σημερινό κάτοχο ή για τον τελευταίο που το κατείχε
    ο τέως βασιλιάς

Ουσιαστικό

πρώην αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
  2. (κυρίως για ερωτικές σχέσεις) πρώην σύζυγος ή σύντροφος
    είδα τον πρώην μου στο δρόμο αγκαζέ με μια ξανθιά

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πρωί & την αρχαία πρό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.