πρώην
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρώην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῴην
Επίθετο
πρώην άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
Συνώνυμα
Σημειώσεις
Ουσιαστικό
πρώην αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
- (κυρίως για ερωτικές σχέσεις) πρώην σύζυγος ή σύντροφος
- ↪ είδα τον πρώην μου στο δρόμο αγκαζέ με μια ξανθιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.