boo
Αγγλικά (en)
Επιφώνημα
boo (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| boo | boos |
boo (en)
- η αποδοκιμασία, το γιούχα, ένας ήχος που κάνουν οι άνθρωποι για να δείξουν ότι δεν τους αρέσει ένας ηθοποιός, ομιλητής κτλ.
- ↪ a mixed reception with cheers and boos - ανάμικτη υποδοχή με επευφημίες και αποδοκιμασίες
- ↪ The boos of the fans directed at the referee were intense after the final whistle of the match.
- Η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα.
- ↪ He didn’t have the time to speak and the boos began.
- Δεν πρόλαβε να μιλήσει και άρχισαν τα γιούχα.
Ρήμα
| ενεστώτας | boo |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | boos |
| αόριστος | booed |
| παθητική μετοχή | booed |
| ενεργητική μετοχή | booing |
boo (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.