αποδιεθνοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποδιεθνοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιεθνοποιώ
- θα αποδιεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιεθνοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποδιεθνοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδιεθνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.