αποδιεθνοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποδιεθνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιεθνοποιώ
  2. θα αποδιεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιεθνοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποδιεθνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδιεθνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.