αποδεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδεκτικός | η | αποδεκτική | το | αποδεκτικό |
| γενική | του | αποδεκτικού | της | αποδεκτικής | του | αποδεκτικού |
| αιτιατική | τον | αποδεκτικό | την | αποδεκτική | το | αποδεκτικό |
| κλητική | αποδεκτικέ | αποδεκτική | αποδεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδεκτικοί | οι | αποδεκτικές | τα | αποδεκτικά |
| γενική | των | αποδεκτικών | των | αποδεκτικών | των | αποδεκτικών |
| αιτιατική | τους | αποδεκτικούς | τις | αποδεκτικές | τα | αποδεκτικά |
| κλητική | αποδεκτικοί | αποδεκτικές | αποδεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποδεκτικός → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αποδεκτικός, -ή, -ό
- ο ανοιχτός στην αποδοχή, αυτός που δεν αποκλείει την αποδοχή του διαφορετικού
- ο εύκολα αποδεχόμενος
Μεταφράσεις
αποδεκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.