αποβροχάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβροχάρικος η αποβροχάρικη το αποβροχάρικο
      γενική του αποβροχάρικου της αποβροχάρικης του αποβροχάρικου
    αιτιατική τον αποβροχάρικο την αποβροχάρικη το αποβροχάρικο
     κλητική αποβροχάρικε αποβροχάρικη αποβροχάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβροχάρικοι οι αποβροχάρικες τα αποβροχάρικα
      γενική των αποβροχάρικων των αποβροχάρικων των αποβροχάρικων
    αιτιατική τους αποβροχάρικους τις αποβροχάρικες τα αποβροχάρικα
     κλητική αποβροχάρικοι αποβροχάρικες αποβροχάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποβροχάρικος < αποβροχάρης + -ικος

Επίθετο

αποβροχάρικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.