αποβιομηχανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποβιομηχανίζω < απο- + βιομηχανία + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deindustrialize)
Ρήμα
αποβιομηχανίζω (παθητική φωνή: αποβιομηχανίζομαι)
- (νεολογισμός) μειώνω, περιορίζω ή εξαλείφω τις βιομηχανίες που υπάρχουν σε κάποια περιοχή, αναστρέφω την εκβιομηχάνιση
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποβιομηχάνιση
- → δείτε τις λέξεις από, βιομηχανία, βίος και μηχανή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποβιομηχανίζω | αποβιομηχάνιζα | θα αποβιομηχανίζω | να αποβιομηχανίζω | αποβιομηχανίζοντας | |
| β' ενικ. | αποβιομηχανίζεις | αποβιομηχάνιζες | θα αποβιομηχανίζεις | να αποβιομηχανίζεις | αποβιομηχάνιζε | |
| γ' ενικ. | αποβιομηχανίζει | αποβιομηχάνιζε | θα αποβιομηχανίζει | να αποβιομηχανίζει | ||
| α' πληθ. | αποβιομηχανίζουμε | αποβιομηχανίζαμε | θα αποβιομηχανίζουμε | να αποβιομηχανίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποβιομηχανίζετε | αποβιομηχανίζατε | θα αποβιομηχανίζετε | να αποβιομηχανίζετε | αποβιομηχανίζετε | |
| γ' πληθ. | αποβιομηχανίζουν(ε) | αποβιομηχάνιζαν αποβιομηχανίζαν(ε) |
θα αποβιομηχανίζουν(ε) | να αποβιομηχανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποβιομηχάνισα | θα αποβιομηχανίσω | να αποβιομηχανίσω | αποβιομηχανίσει | ||
| β' ενικ. | αποβιομηχάνισες | θα αποβιομηχανίσεις | να αποβιομηχανίσεις | αποβιομηχάνισε | ||
| γ' ενικ. | αποβιομηχάνισε | θα αποβιομηχανίσει | να αποβιομηχανίσει | |||
| α' πληθ. | αποβιομηχανίσαμε | θα αποβιομηχανίσουμε | να αποβιομηχανίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποβιομηχανίσατε | θα αποβιομηχανίσετε | να αποβιομηχανίσετε | αποβιομηχανίστε | ||
| γ' πληθ. | αποβιομηχάνισαν αποβιομηχανίσαν(ε) |
θα αποβιομηχανίσουν(ε) | να αποβιομηχανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποβιομηχανίσει | είχα αποβιομηχανίσει | θα έχω αποβιομηχανίσει | να έχω αποβιομηχανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποβιομηχανίσει | είχες αποβιομηχανίσει | θα έχεις αποβιομηχανίσει | να έχεις αποβιομηχανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποβιομηχανίσει | είχε αποβιομηχανίσει | θα έχει αποβιομηχανίσει | να έχει αποβιομηχανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποβιομηχανίσει | είχαμε αποβιομηχανίσει | θα έχουμε αποβιομηχανίσει | να έχουμε αποβιομηχανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποβιομηχανίσει | είχατε αποβιομηχανίσει | θα έχετε αποβιομηχανίσει | να έχετε αποβιομηχανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποβιομηχανίσει | είχαν αποβιομηχανίσει | θα έχουν αποβιομηχανίσει | να έχουν αποβιομηχανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.