αποβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποβατικός | η | αποβατική | το | αποβατικό |
| γενική | του | αποβατικού | της | αποβατικής | του | αποβατικού |
| αιτιατική | τον | αποβατικό | την | αποβατική | το | αποβατικό |
| κλητική | αποβατικέ | αποβατική | αποβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποβατικοί | οι | αποβατικές | τα | αποβατικά |
| γενική | των | αποβατικών | των | αποβατικών | των | αποβατικών |
| αιτιατική | τους | αποβατικούς | τις | αποβατικές | τα | αποβατικά |
| κλητική | αποβατικοί | αποβατικές | αποβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποβατικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποβατικός
Επίθετο
αποβατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απόβαση, αναφέρεται σ’ αυτή, συμβάλλει σ’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
Συγγενικά
- αεραποβατικός
- → δείτε τις λέξεις αποβάτης, απόβαση και βαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.