απλήρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλήρωτος η απλήρωτη το απλήρωτο
      γενική του απλήρωτου της απλήρωτης του απλήρωτου
    αιτιατική τον απλήρωτο την απλήρωτη το απλήρωτο
     κλητική απλήρωτε απλήρωτη απλήρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλήρωτοι οι απλήρωτες τα απλήρωτα
      γενική των απλήρωτων των απλήρωτων των απλήρωτων
    αιτιατική τους απλήρωτους τις απλήρωτες τα απλήρωτα
     κλητική απλήρωτοι απλήρωτες απλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλήρωτος < α- στερητικό + πληρῶ/πληρώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

απλήρωτος -η -ο

  1. που δεν έχει πληρωθεί για τη δουλειά που έκανε
    άφησε τους εργάτες απλήρωτους
  2. που παραμένει κενός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.