απιθώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απιθώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποθώνω < ἀποθέτω < αρχαία ελληνική ἀποτίθημι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.piˈθo.no/

Ρήμα

απιθώνω, αόρ.: απίθωσα, παθ.φωνή: απιθώνομαι, π.αόρ.: απιθώθηκα, μτχ.π.π.: απιθωμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

|}

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.