απενθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απενθής η απενθής το απενθές
      γενική του απενθούς* της απενθούς του απενθούς
    αιτιατική τον απενθή την απενθή το απενθές
     κλητική απενθή(ς) απενθής απενθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απενθείς οι απενθείς τα απενθή
      γενική των απενθών των απενθών των απενθών
    αιτιατική τους απενθείς τις απενθείς τα απενθή
     κλητική απενθείς απενθείς απενθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απενθής < αρχαία ελληνική ἀπενθής

Επίθετο

απενθής, -ής, -ές

  1. που δεν πενθεί, δεν έχει πένθος
  2. που δεν τον πενθούν
     συνώνυμα: απένθητος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.