απελπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απελπισμός | οι | απελπισμοί |
| γενική | του | απελπισμού | των | απελπισμών |
| αιτιατική | τον | απελπισμό | τους | απελπισμούς |
| κλητική | απελπισμέ | απελπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απελπισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀπελπισμός
Μεταφράσεις
απελπισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.