affranchir
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ρήμα
affranchir (fr) (μεταβατικό)
- ελευθερώνω
- (μεταφορικά) απαλλάσσω από οτιδήποτε ενοχλεί
- (οικείο) (αργκό) εξηγώ, « βάζω κάποιον στο νόημα »
- (παρωχημένο) απαλλάσσω από έναν φόρο
- προπληρώνω ένα γράμμα ή πακέτο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.