affranchir

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ρήμα

affranchir (fr) (μεταβατικό)

  1. ελευθερώνω
  2. (μεταφορικά) απαλλάσσω από οτιδήποτε ενοχλεί
  3. (οικείο) (αργκό) εξηγώ, « βάζω κάποιον στο νόημα »
  4. (παρωχημένο) απαλλάσσω από έναν φόρο
  5. προπληρώνω ένα γράμμα ή πακέτο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.