απασβέστωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απασβέστωση | οι | απασβεστώσεις |
| γενική | της | απασβέστωσης* | των | απασβεστώσεων |
| αιτιατική | την | απασβέστωση | τις | απασβεστώσεις |
| κλητική | απασβέστωση | απασβεστώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απασβεστώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απασβέστωση < απασβεστώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décalcification)
Μεταφράσεις
απασβέστωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.