απασβεστώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απασβεστώνω < απο- + ασβέστιο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décalcifier)
- απασβεστώνω < απο- + ασβέστης + -ώνω
Συγγενικά
- απασβέστωση
- → δείτε τις λέξεις ασβέστιο, ασβέστης και σβήνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απασβεστώνω | απασβέστωνα | θα απασβεστώνω | να απασβεστώνω | απασβεστώνοντας | |
| β' ενικ. | απασβεστώνεις | απασβέστωνες | θα απασβεστώνεις | να απασβεστώνεις | απασβέστωνε | |
| γ' ενικ. | απασβεστώνει | απασβέστωνε | θα απασβεστώνει | να απασβεστώνει | ||
| α' πληθ. | απασβεστώνουμε | απασβεστώναμε | θα απασβεστώνουμε | να απασβεστώνουμε | ||
| β' πληθ. | απασβεστώνετε | απασβεστώνατε | θα απασβεστώνετε | να απασβεστώνετε | απασβεστώνετε | |
| γ' πληθ. | απασβεστώνουν(ε) | απασβέστωναν απασβεστώναν(ε) |
θα απασβεστώνουν(ε) | να απασβεστώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απασβέστωσα | θα απασβεστώσω | να απασβεστώσω | απασβεστώσει | ||
| β' ενικ. | απασβέστωσες | θα απασβεστώσεις | να απασβεστώσεις | απασβέστωσε | ||
| γ' ενικ. | απασβέστωσε | θα απασβεστώσει | να απασβεστώσει | |||
| α' πληθ. | απασβεστώσαμε | θα απασβεστώσουμε | να απασβεστώσουμε | |||
| β' πληθ. | απασβεστώσατε | θα απασβεστώσετε | να απασβεστώσετε | απασβεστώστε | ||
| γ' πληθ. | απασβέστωσαν απασβεστώσαν(ε) |
θα απασβεστώσουν(ε) | να απασβεστώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απασβεστώσει | είχα απασβεστώσει | θα έχω απασβεστώσει | να έχω απασβεστώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απασβεστώσει | είχες απασβεστώσει | θα έχεις απασβεστώσει | να έχεις απασβεστώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απασβεστώσει | είχε απασβεστώσει | θα έχει απασβεστώσει | να έχει απασβεστώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απασβεστώσει | είχαμε απασβεστώσει | θα έχουμε απασβεστώσει | να έχουμε απασβεστώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απασβεστώσει | είχατε απασβεστώσει | θα έχετε απασβεστώσει | να έχετε απασβεστώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απασβεστώσει | είχαν απασβεστώσει | θα έχουν απασβεστώσει | να έχουν απασβεστώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.