απαρακάλεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρακάλεστος η απαρακάλεστη το απαρακάλεστο
      γενική του απαρακάλεστου της απαρακάλεστης του απαρακάλεστου
    αιτιατική τον απαρακάλεστο την απαρακάλεστη το απαρακάλεστο
     κλητική απαρακάλεστε απαρακάλεστη απαρακάλεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρακάλεστοι οι απαρακάλεστες τα απαρακάλεστα
      γενική των απαρακάλεστων των απαρακάλεστων των απαρακάλεστων
    αιτιατική τους απαρακάλεστους τις απαρακάλεστες τα απαρακάλεστα
     κλητική απαρακάλεστοι απαρακάλεστες απαρακάλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρακάλεστος < α- + παρακαλώ + -τος

Επίθετο

απαρακάλεστος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.