απαντέχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαντέχω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπαντέχω < αρχαία ελληνική ὑπαντέχω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.panˈde.xo/ & /a.paˈde.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ντέ‐χω
Ρήμα
απαντέχω, μετοχή παθητικού ενεστώτα: απαντεχούμενος δημοτική)[2]
Συνώνυμα
- απανταχαίνω (δημοτική)
Συγγενικά
- αμπάντεχα
- απάντεχος, απάντεχτος, αμπάντεχος
- απαντοχή
- αναπάντεχος
Μεταφράσεις
απαντέχω
|
Αναφορές
- απαντέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.