αμπάντεχα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈba.de.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπά‐ντε‐χα
Ετυμολογία 1
- αμπάντεχα < αμπάντεχ(ος) + -α
- απάντεχα
Ετυμολογία 2
- αμπάντεχα : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αμπάντεχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αμπάντεχο) του αμπάντεχος
Ετυμολογία 3
- αμπάντεχα : ρηματικός τύπος
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 436.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.