απαντοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαντοχή οι απαντοχές
      γενική της απαντοχής των απαντοχών
    αιτιατική την απαντοχή τις απαντοχές
     κλητική απαντοχή απαντοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαντοχή < μεσαιωνική ελληνική απαντοχή / παντοχή < απαντέχω

Ουσιαστικό

απαντοχή θηλυκό

  • αυτό πάνω στο οποίο στηριζόμαστε για να αντέξουμε μια δύσκολη κατάσταση, το στήριγμα, η ελπίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.