αμπάντεχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμπάντεχος | η | αμπάντεχη | το | αμπάντεχο |
| γενική | του | αμπάντεχου | της | αμπάντεχης | του | αμπάντεχου |
| αιτιατική | τον | αμπάντεχο | την | αμπάντεχη | το | αμπάντεχο |
| κλητική | αμπάντεχε | αμπάντεχη | αμπάντεχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμπάντεχοι | οι | αμπάντεχες | τα | αμπάντεχα |
| γενική | των | αμπάντεχων | των | αμπάντεχων | των | αμπάντεχων |
| αιτιατική | τους | αμπάντεχους | τις | αμπάντεχες | τα | αμπάντεχα |
| κλητική | αμπάντεχοι | αμπάντεχες | αμπάντεχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμπάντεχος < → δείτε αμπαντέχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈba.de.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπά‐ντε‐χος
- απάντεχος
Συγγενικά
- αμπάντεχα (επίρρημα)
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 436.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.