απαλλοτρίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαλλοτρίωση οι απαλλοτριώσεις
      γενική της απαλλοτρίωσης* των απαλλοτριώσεων
    αιτιατική την απαλλοτρίωση τις απαλλοτριώσεις
     κλητική απαλλοτρίωση απαλλοτριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαλλοτριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαλλοτρίωση < αρχαία ελληνική ἀπαλλοτρίωσις

Ουσιαστικό

απαλλοτρίωση θηλυκό

  • η διαδικασία κατά την οποία το κράτος αφαιρεί, με σκοπό δημόσιας ωφέλειας, την ιδιοκτησία από ένα πρόσωπο, χωρίς τη συγκατάθεση του, πάντοτε με την καταβολή πλήρους αποζημιώσεως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.