αξιοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξιοσύνη | οι | αξιοσύνες |
| γενική | της | αξιοσύνης | των | αξιοσυνών |
| αιτιατική | την | αξιοσύνη | τις | αξιοσύνες |
| κλητική | αξιοσύνη | αξιοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιοσύνη < μεσαιωνική ελληνική αξιοσύνη < άξιος + -οσύνη
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άξιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.