worth
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
worth < αγγλοσαξονική weor
Επίθετο
worth (άλλοι εκτιμούν ότι πρέπει να θεωρείται πρόθεση)
- που αξίζει, είναι άξιο για
- ↪ My house now is worth double what I paid for it
- Το σπίτι μου τώρα αξίζει το διπλάσιο από αυτό που πλήρωσα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ It is worth noting
- Αξίζει να σημειωθεί (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ My house now is worth double what I paid for it
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.