ανύπνωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανύπνωτος η ανύπνωτη το ανύπνωτο
      γενική του ανύπνωτου της ανύπνωτης του ανύπνωτου
    αιτιατική τον ανύπνωτο την ανύπνωτη το ανύπνωτο
     κλητική ανύπνωτε ανύπνωτη ανύπνωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανύπνωτοι οι ανύπνωτες τα ανύπνωτα
      γενική των ανύπνωτων των ανύπνωτων των ανύπνωτων
    αιτιατική τους ανύπνωτους τις ανύπνωτες τα ανύπνωτα
     κλητική ανύπνωτοι ανύπνωτες ανύπνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανύπνωτος < αν- + υπνώνω + -τος

Επίθετο

ανύπνωτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.