υπνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπνώνω < ὑπνόω-ῶ < ὕπνος
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπνώνω | ύπνωνα | θα υπνώνω | να υπνώνω | υπνώνοντας | |
| β' ενικ. | υπνώνεις | ύπνωνες | θα υπνώνεις | να υπνώνεις | ύπνωνε | |
| γ' ενικ. | υπνώνει | ύπνωνε | θα υπνώνει | να υπνώνει | ||
| α' πληθ. | υπνώνουμε | υπνώναμε | θα υπνώνουμε | να υπνώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπνώνετε | υπνώνατε | θα υπνώνετε | να υπνώνετε | υπνώνετε | |
| γ' πληθ. | υπνώνουν(ε) | ύπνωναν υπνώναν(ε) |
θα υπνώνουν(ε) | να υπνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ύπνωσα | θα υπνώσω | να υπνώσω | υπνώσει | ||
| β' ενικ. | ύπνωσες | θα υπνώσεις | να υπνώσεις | ύπνωσε | ||
| γ' ενικ. | ύπνωσε | θα υπνώσει | να υπνώσει | |||
| α' πληθ. | υπνώσαμε | θα υπνώσουμε | να υπνώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπνώσατε | θα υπνώσετε | να υπνώσετε | υπνώστε | ||
| γ' πληθ. | ύπνωσαν υπνώσαν(ε) |
θα υπνώσουν(ε) | να υπνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπνώσει | είχα υπνώσει | θα έχω υπνώσει | να έχω υπνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπνώσει | είχες υπνώσει | θα έχεις υπνώσει | να έχεις υπνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπνώσει | είχε υπνώσει | θα έχει υπνώσει | να έχει υπνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπνώσει | είχαμε υπνώσει | θα έχουμε υπνώσει | να έχουμε υπνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπνώσει | είχατε υπνώσει | θα έχετε υπνώσει | να έχετε υπνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπνώσει | είχαν υπνώσει | θα έχουν υπνώσει | να έχουν υπνώσει |
| |
Μεταφράσεις
υπνώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.