αντσούγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντσούγια | οι | αντσούγιες |
| γενική | της | αντσούγιας | — | |
| αιτιατική | την | αντσούγια | τις | αντσούγιες |
| κλητική | αντσούγια | αντσούγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντσούγια < (άμεσο δάνειο) ιταλική acciuga < λιγουριανή anciôa < δημώδης λατινική *apiuva < λατινική aphye < αρχαία ελληνική ἀφύη (αντιδάνειο) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈt͡su.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐τσού‐για
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- αντζούγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.