αντζούγια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντζούγια | οι | αντζούγιες |
| γενική | της | αντζούγιας | — | |
| αιτιατική | την | αντζούγια | τις | αντζούγιες |
| κλητική | αντζούγια | αντζούγιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πίτσα με αντζούγιες
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈd͡zu.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐τzού‐για
Σημειώσεις
- συχνά συγχέεται με τις παστές σαρδέλες
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αντζούγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.