αντιχολινεργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιχολινεργικός | η | αντιχολινεργική | το | αντιχολινεργικό |
| γενική | του | αντιχολινεργικού | της | αντιχολινεργικής | του | αντιχολινεργικού |
| αιτιατική | τον | αντιχολινεργικό | την | αντιχολινεργική | το | αντιχολινεργικό |
| κλητική | αντιχολινεργικέ | αντιχολινεργική | αντιχολινεργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιχολινεργικοί | οι | αντιχολινεργικές | τα | αντιχολινεργικά |
| γενική | των | αντιχολινεργικών | των | αντιχολινεργικών | των | αντιχολινεργικών |
| αιτιατική | τους | αντιχολινεργικούς | τις | αντιχολινεργικές | τα | αντιχολινεργικά |
| κλητική | αντιχολινεργικοί | αντιχολινεργικές | αντιχολινεργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
αντιχολινεργικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.