αντιχολινεργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιχολινεργικός η αντιχολινεργική το αντιχολινεργικό
      γενική του αντιχολινεργικού της αντιχολινεργικής του αντιχολινεργικού
    αιτιατική τον αντιχολινεργικό την αντιχολινεργική το αντιχολινεργικό
     κλητική αντιχολινεργικέ αντιχολινεργική αντιχολινεργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιχολινεργικοί οι αντιχολινεργικές τα αντιχολινεργικά
      γενική των αντιχολινεργικών των αντιχολινεργικών των αντιχολινεργικών
    αιτιατική τους αντιχολινεργικούς τις αντιχολινεργικές τα αντιχολινεργικά
     κλητική αντιχολινεργικοί αντιχολινεργικές αντιχολινεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιχολινεργικός < αγγλική anticholinergic < anti- acetylcholine + -ergic . Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + (ακετυλο)χολίν(η) + -εργικός

Επίθετο

αντιχολινεργικός, -ή, -ό

  • (φαρμακευτική) που καταστέλλει τη λειτουργία της ακετυλοχολίνης
      Αντιχολινεργικός παράγοντας: ομάδα φαρμάκων που συνδέονται με αλλά δεν ενεργοποιούν τους χολινεργικούς υποδοχείς, εμποδίζοντας έτσι τη δράση της ακετυλοχολίνης ή των χολινεργικών αγωνιστών. (chemwatch.net, ανακτήθηκε 22/2/2023 )

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.