αντιχολινεργικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιχολινεργικό | τα | αντιχολινεργικά |
| γενική | του | αντιχολινεργικού | των | αντιχολινεργικών |
| αιτιατική | το | αντιχολινεργικό | τα | αντιχολινεργικά |
| κλητική | αντιχολινεργικό | αντιχολινεργικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιχολινεργικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιχολινεργικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
αντιχολινεργικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου ή παρασκευάσματος που σταματάει την επίδραση της ακετυλοχολίνης αποκλείοντας κατά κάποιο τρόπο τους χοληνεργικούς υποδοχείς της στις απολήξεις του παρασυμπαθητικού, των εξωκρινών αδένων, του μυοκαρδίου και των λείων μυικών ινών
Μεταφράσεις
αντιχολινεργικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιχολινεργικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιχολινεργικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιχολινεργικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.