χολινεργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χολινεργικός | η | χολινεργική | το | χολινεργικό |
| γενική | του | χολινεργικού | της | χολινεργικής | του | χολινεργικού |
| αιτιατική | τον | χολινεργικό | τη | χολινεργική | το | χολινεργικό |
| κλητική | χολινεργικέ | χολινεργική | χολινεργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χολινεργικοί | οι | χολινεργικές | τα | χολινεργικά |
| γενική | των | χολινεργικών | των | χολινεργικών | των | χολινεργικών |
| αιτιατική | τους | χολινεργικούς | τις | χολινεργικές | τα | χολινεργικά |
| κλητική | χολινεργικοί | χολινεργικές | χολινεργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χολινεργικός < αγγλική cholinergic < acetylcholine + -ergic. Μορφολογικά αναλύεται σε (ακετυλο)χολίν(η) + -εργικός
Επίθετο
χολινεργικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.