αντισυνδικαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισυνδικαλιστικός η αντισυνδικαλιστική το αντισυνδικαλιστικό
      γενική του αντισυνδικαλιστικού της αντισυνδικαλιστικής του αντισυνδικαλιστικού
    αιτιατική τον αντισυνδικαλιστικό την αντισυνδικαλιστική το αντισυνδικαλιστικό
     κλητική αντισυνδικαλιστικέ αντισυνδικαλιστική αντισυνδικαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισυνδικαλιστικοί οι αντισυνδικαλιστικές τα αντισυνδικαλιστικά
      γενική των αντισυνδικαλιστικών των αντισυνδικαλιστικών των αντισυνδικαλιστικών
    αιτιατική τους αντισυνδικαλιστικούς τις αντισυνδικαλιστικές τα αντισυνδικαλιστικά
     κλητική αντισυνδικαλιστικοί αντισυνδικαλιστικές αντισυνδικαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντισυνδικαλιστικός < αντι- + συνδικαλιστικός

Επίθετο

αντισυνδικαλιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.