αντισυνδικαλιστικού
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντισυνδικαλιστικού
- γενική ενικού του αντισυνδικαλιστικός
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αντισυνδικαλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.