αντιστρέψιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστρέψιμος η αντιστρέψιμη το αντιστρέψιμο
      γενική του αντιστρέψιμου της αντιστρέψιμης του αντιστρέψιμου
    αιτιατική τον αντιστρέψιμο την αντιστρέψιμη το αντιστρέψιμο
     κλητική αντιστρέψιμε αντιστρέψιμη αντιστρέψιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστρέψιμοι οι αντιστρέψιμες τα αντιστρέψιμα
      γενική των αντιστρέψιμων των αντιστρέψιμων των αντιστρέψιμων
    αιτιατική τους αντιστρέψιμους τις αντιστρέψιμες τα αντιστρέψιμα
     κλητική αντιστρέψιμοι αντιστρέψιμες αντιστρέψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιστρέψιμος < αντιστρέφω + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reversible)

Επίθετο

αντιστρέψιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.