αντιπροσωπεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αντιπροσωπεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
- θα αντιπροσωπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αντιπροσωπεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιπροσώπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.