αντιπροσωπεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντιπροσωπεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
  2. θα αντιπροσωπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντιπροσωπεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιπροσώπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.