αντιπιτυριδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπιτυριδικός | η | αντιπιτυριδική | το | αντιπιτυριδικό |
| γενική | του | αντιπιτυριδικού | της | αντιπιτυριδικής | του | αντιπιτυριδικού |
| αιτιατική | τον | αντιπιτυριδικό | την | αντιπιτυριδική | το | αντιπιτυριδικό |
| κλητική | αντιπιτυριδικέ | αντιπιτυριδική | αντιπιτυριδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπιτυριδικοί | οι | αντιπιτυριδικές | τα | αντιπιτυριδικά |
| γενική | των | αντιπιτυριδικών | των | αντιπιτυριδικών | των | αντιπιτυριδικών |
| αιτιατική | τους | αντιπιτυριδικούς | τις | αντιπιτυριδικές | τα | αντιπιτυριδικά |
| κλητική | αντιπιτυριδικοί | αντιπιτυριδικές | αντιπιτυριδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός
Επίθετο
αντιπιτυριδικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της πιτυρίδας
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιπιτυριδικό: το σχετικό φάρμακο ή σκεύασμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιτυρίδα
Μεταφράσεις
αντιπιτυριδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.