αντιπιτυριδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπιτυριδικός η αντιπιτυριδική το αντιπιτυριδικό
      γενική του αντιπιτυριδικού της αντιπιτυριδικής του αντιπιτυριδικού
    αιτιατική τον αντιπιτυριδικό την αντιπιτυριδική το αντιπιτυριδικό
     κλητική αντιπιτυριδικέ αντιπιτυριδική αντιπιτυριδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπιτυριδικοί οι αντιπιτυριδικές τα αντιπιτυριδικά
      γενική των αντιπιτυριδικών των αντιπιτυριδικών των αντιπιτυριδικών
    αιτιατική τους αντιπιτυριδικούς τις αντιπιτυριδικές τα αντιπιτυριδικά
     κλητική αντιπιτυριδικοί αντιπιτυριδικές αντιπιτυριδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιπιτυριδικός < αντι- + πιτυριδικός

Επίθετο

αντιπιτυριδικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στην καταπολέμηση της πιτυρίδας
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αντιπιτυριδικό: το σχετικό φάρμακο ή σκεύασμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.