αντικομφορμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντικομφορμισμός | οι | αντικομφορμισμοί |
| γενική | του | αντικομφορμισμού | των | αντικομφορμισμών |
| αιτιατική | τον | αντικομφορμισμό | τους | αντικομφορμισμούς |
| κλητική | αντικομφορμισμέ | αντικομφορμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικομφορμισμός < αντί + κομφορμισμός
Ουσιαστικό
αντικομφορμισμός αρσενικό
- η τάση να συμπεριφέρεται κάποιος αντίθετα από τον τρόπο που συμπεριφέρονται τα άτομα της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει
Μεταφράσεις
αντικομφορμισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.