αντικειμενοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικειμενοποίηση οι αντικειμενοποιήσεις
      γενική της αντικειμενοποίησης των αντικειμενοποιήσεων
    αιτιατική την αντικειμενοποίηση τις αντικειμενοποιήσεις
     κλητική αντικειμενοποίηση αντικειμενοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικειμενοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀντικειμενοποίη(σις) + -ση. Συχγρονικά αναλύεται σε (αντικειμενοποιώ), αντικειμενοποιη- + -ση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ci.me.noˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντικειμενοποίηση

Ουσιαστικό

αντικειμενοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντικείμενο και κείμενος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντικειμενοποίηση -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.