αντικειμενοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. αντικειμενοποιώ < αντικείμενο + -οποιώ
  2. αντικειμενοποιώ < συντμημένα μορφή του αντικειμενικοποιώ < αντικειμενικός + ποιώ

Ρήμα

αντικειμενοποιώ

  1. εκφράζω, υλοποιώ ιδέα, σκέψη, συναίσθημα
  2. συμβολίζω σε-με υλικό κάποια ιδέα
  3. μεταφέρω κάτι στην αντικειμενική πραγματικότητα ώστε να μπορεί να μελετηθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.