αντικειμενοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντικειμενοποιώ < αντικείμενο + -οποιώ
- αντικειμενοποιώ < συντμημένα μορφή του αντικειμενικοποιώ < αντικειμενικός + ποιώ
Ρήμα
αντικειμενοποιώ
- εκφράζω, υλοποιώ ιδέα, σκέψη, συναίσθημα
- συμβολίζω σε-με υλικό κάποια ιδέα
- μεταφέρω κάτι στην αντικειμενική πραγματικότητα ώστε να μπορεί να μελετηθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.