αντικαταθλιπτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τη λέξη αντικαταθλιπτικός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντικαταθλιπτικά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αντικαταθλιπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντικαταθλιπτικό
- τα αντικαταθλιπτικά (εννοείται: φάρμακα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.